Σήμερα θέτουμε στον προαναθεωρητικό διάλογο την πρόταση να αποσυνδεθεί η ποινική δίωξη πολιτικών προσώπων από τη Βουλή και να παραπέμπονται στον φυσικό δικαστή τους. Ταυτόχρονα πρέπει να ξεκινήσει ο διάλογος για την αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης από την κυβέρνηση, καθώς και για την αποσύνδεση του πειθαρχικού ελέγχου των δικαστών από τον Υπουργό Δικαιοσύνης...
Στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις καταγράφεται σε ποσοστό από 70% έως και 88% η αποδοκιμασία των πολιτών ως προς τις ενέργειες της κυβέρνησης για τη διαλεύκανση της τραγωδίας των Τεμπών. Όλοι καταλαβαίνουμε ότι η θεωρία του ανθρώπινου λάθους είναι έωλη και αποσκοπεί στη συγκάλυψη πολιτικών και ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων και της κυβέρνησης συλλογικά. Η πρόληψη, οι υποδομές, η τεχνολογία, η επιλογή και η εκπαίδευση των χειριστών αποσκοπούν στην αποτροπή ανθρώπινων λαθών. Στα Τέμπη τίποτε από αυτά δεν λειτούργησε.
Η αίσθηση της ατιμωρησίας των κυβερνώντων που διαχέεται στην ελληνική κοινωνία, ειδικά μετά την τραγωδία των Τεμπών, αυξάνει γεωμετρικά την απαξίωση του πολιτικού συστήματος και τη δυσθυμία έναντι της πολιτικής τάξης, εντείνοντας την κρίση αντιπροσώπευσης και τα φαινόμενα αντιπολιτικής. Η τραγωδία των Τεμπών συναρτάται με την υποχώρηση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Σχεδόν ενάμιση εκατομμύριο πολίτες απαιτούν να αλλάξει η διαδικασία για την ποινική ευθύνη των Υπουργών. Η φωνή τους ενώνεται με τις φωνές εκείνων των εκπροσώπων του νομικού και πολιτικού κόσμου που εδώ και χρόνια εισηγούνται την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος.
Σε λιγότερο από οκτώ μήνες μπορεί να ξεκινήσει η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Σήμερα θέτουμε στον προαναθεωρητικό διάλογο την πρόταση να αποσυνδεθεί η ποινική δίωξη πολιτικών προσώπων από τη Βουλή και να παραπέμπονται στον φυσικό δικαστή τους. Ταυτόχρονα πρέπει να ξεκινήσει ο διάλογος για την αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης από την κυβέρνηση, καθώς και για την αποσύνδεση του πειθαρχικού ελέγχου των δικαστών από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, όπως συστήνει μεταξύ άλλων η πρόσφατη έκθεση GRECO για την Ελλάδα.
Η πρότασή μας δεν είναι καινοφανής. Στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών κρατών η διαδικασία δίωξης των μελών της κυβέρνησης για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έχει αποσυνδεθεί από κοινοβουλευτικές διαδικασίες.
Αν ανατρέξουμε σε όσα συμβαίνουν τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας διαπιστώνουμε ότι οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες κατά κανόνα αποτρέπουν την ποινική δίωξη πολιτικών προσώπων που προέρχονται από τις τάξεις τους, ενώ αντίθετα εκκινούν διαδικασία δίωξης των πολιτικών τους αντιπάλων.
Υπάρχουν ειδικοί λόγοι για να διαφοροποιηθεί η ποινική δίωξη των Υπουργών; Πράγματι τα μέλη της κυβέρνησης αντιμετωπίζουν μεγαλύτερους κινδύνους να κατηγορηθούν αβάσιμα. Από την άλλη πλευρά ωστόσο είναι αδιανόητο να καλύπτονται πολιτικά από τη Βουλή για αδικήματα που ενδεχομένως έχουν διαπράξει. Όμως η κρίση για το αν κάποιος παραβίασε το ποινικό δίκαιο αποτελεί μια αμιγώς νομική κρίση και όχι πολιτικό ζήτημα.
Προτείνουμε λοιπόν να αντικατασταθεί ο ρόλος της Βουλής στην άσκηση ποινικής δίωξης από ένα συλλογικό όργανο αποτελούμενο από ανώτερους δικαστικούς λειτουργούς.
Στο επιχείρημα ότι αμφισβητείται η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης η απάντηση είναι ότι σε κάθε περίπτωση ο φυσικός δικαστής διαθέτει ισχυρότερες εγγυήσεις ανεξαρτησίας από την πολιτική εξουσία, δηλαδή τους πολιτικούς φίλους και τους πολιτικούς αντιπάλους των Υπουργών.
Όμως συμπληρωματικά στα προηγούμενα πρέπει να αναθεωρηθεί και το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, ώστε να μην διορίζει η κυβέρνηση τους Προέδρους, Αντιπροέδρους και Εισαγγελείς των ανωτάτων δικαστηρίων. Η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια. Οι διορισμένοι από την κυβέρνηση Πρόεδροι, Αντιπρόεδροι και Εισαγγελείς μπορεί να είναι καθ’ όλα άξιοι, ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι όμως αυτή η ανεξαρτησία και αμεροληψία θα τίθεται πάντα υπό αμφισβήτηση όταν ο διορισμός τους έγινε με κυβερνητική επιλογή.
Μετά από τραγωδίες που έχουν αφήσει ένα βαθύ τραύμα στην ελληνική κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα δεν μπορούμε να μείνουμε αδιάφοροι. Το Σύνταγμά μας πρέπει να αλλάξει. Οι προτάσεις που κάνουμε δεν είναι ευκαιριακές. Βασίζονται σε ένα μεγάλο θεσμικό και επιστημονικό διάλογο, σε μελέτη συγκριτικών δεδομένων και της ελληνικής πραγματικότητας. Μετά τα Τέμπη είναι η ώρα των αποφάσεων για να μην καταρρεύσει η αξιοπιστία του Συντάγματος, του πολιτικού συστήματος, της δικαιοσύνης και τελικά η κοινωνική συνοχή.